βρυχώμαι

βρυχώμαι
βλ. βρυχιέμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βρυχώμαι — βρυχώμαι, βρυχήθηκα βλ. πίν. 61 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βρυχῶμαι — βρυχάομαι roar pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) βρυχάομαι roar pres ind mp 1st sg βρυχάομαι roar pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… …   Dictionary of Greek

  • αναβρυχώμαι — ἀναβρυχῶμαι ( άομαι) (Α) βρυχώμαι δυνατά, μουγγρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βρυχῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • βρύχιος — α, ο (AM βρύχιος, ον και ος, α, ον) αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βρύχιος, καθώς και τα σύνθετα περιβρύχιος, υποβρύχιος, σχηματίστηκαν από το θέμα της αιτ. εν. υπόβρυχα (Οδ. ε, 319) που είναι ο αρχαιότερος τ.… …   Dictionary of Greek

  • επιβρυχώμαι — ἐπιβρυχῶμαι, άομαι (AM) βρυχώμαι, μουγκρίζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρυχώμαι «μουγκρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιβρυχώμαι — άομαι, Α (για άγρια ζώα) βρυχώμαι ολόγυρα, μουγκρίζω γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βρυχῶμαι «ωρύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • υποβρυχώμαι — άομαι, Α 1. βρυχώμαι ή μουγκρίζω σιγά 2. ανασαίνω βαριά από οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρυχῶμαι «μουγκρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • υποβρύχω — Α πιθ. βρυχώμαι σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρύχω «βρυχώμαι»] …   Dictionary of Greek

  • ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”